εμφιαλώνω

εμφιαλώνω
εμφιαλώνω, εμφιάλωσα βλ. πίν. 3

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • εμφιαλώνω — και εμφιαλώ ( όω) γεμίζω φιάλη με ποτό ή άλλο υγρό και τή σφραγίζω καλά, μποτιλιάρω («εμφιαλωμένο κρασί, ποτό κ.λπ.» μποτιλιαρισμένο, σφραγισμένο) …   Dictionary of Greek

  • εμφιαλώνω — εμφιάλωσα, εμφιαλώθηκα, εμφιαλωμένος, μτβ., γεμίζω φιάλες (μπουκάλια) με υγρό και τις σφραγίζω καλά, μποτιλιάρω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εμφιάλωση — Η πλήρωση φιαλών (μπουκαλιών) με προκαθορισμένο υγρό για τη διοχέτευσή τους στην αγορά. Συνήθως ο όρος χρησιμοποιείται για την πλήρωση φιαλών με οινοπνευματώδη ποτά, αναψυκτικά και ηδύποτα. Παλαιότερα η διαδικασία αυτή γινόταν αποκλειστικά από… …   Dictionary of Greek

  • εφυαλωμένος — η, ο επιχρισμένος με υαλώδες επίχρισμα, υαλογανωμένος, σμαλτωμένος, εμαγιέ. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. τού ρ. εφυαλώνω διάφορο τού εμφιαλωμένος (< εμφιαλώνω)] …   Dictionary of Greek

  • μποτιλιάρω — [μποτίλια] 1. βάζω υγρό σε φιάλη και τή σφραγίζω, εμφιαλώνω 2. μτφ. αποκλείω πλοία σε λιμάνι φράζοντας την έξοδο 3. παθ. μποτιλιάρομαι ακινητοποιούμαι λόγω κυκλοφοριακής συμφόρησης …   Dictionary of Greek

  • μποτιλιάρω — μποτιλιάρισα, μποτιλιαρίστηκα, μποτιλιαρισμένος 1. γεμίζω μπουκάλι με υγρό, εμφιαλώνω: Παραγγείλαμε κρασί μποτιλιαρισμένο. 2. μτφ., ακινητοποιώ πλοίο μέσα σε λιμάνι φράζοντας το στόμιό του ή αυτοκίνητο εξαιτίας συνωστισμού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”